- χαλασοδερμία
- η, Ν(παλ. τ.) βλ. χαλαροδερμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαροδερμία — και παλ. τ. χαλασοδερμία και χαλαζοδερμία, η, Ν ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως, που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική διάταση, παθητική χαλάρωση και έλλειψη ελαστικότητας τού δέρματος, το οποίο κρέμεται σε μεγάλες πλαδαρές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ.… … Dictionary of Greek